- γάκα
- γάκα· ἡδέως, [full] γακεῖαι· γλυκεῖαι, [full] γάκου· ἡδύ, γλυκύ, [full] γακούδια· ἡδύσματα, and [full] γακουπώνης· ἡδυπότης, Hsch. [full] γᾱκίνας [ῑ], ὁ,A earthquake, Id., Eust.890.38:—also [full] γᾱκῑνίας, ὁ, Hsch., and [full] γάκῑνος, ὁ, [dialect] Att. acc. to EM219.41. [full] γακτός· κλάσμα, Hsch. (ϝακ-, cf. ϝάγ-νυμι).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.